σύμπνοια

σύμπνοια
η
1) единомыслие, единство взглядов, единодушие; взаимопонимание;

δεν υπάρχει σύμπνοια — нет согласия, единодушия, взаимопонимания, единства;

2) единение, сплочённость;

με σύμπνοια — дружно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σύμπνοια" в других словарях:

  • συμπνοίᾳ — συμπνοίᾱͅ , σύμπνοια breathing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοια — breathing together fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοια — η, ΝΜΑ [σύμπνους] 1. συμφωνία γνώμης, ομοφωνία, ταυτότητα απόψεων (α. «δεν υπάρχει σύμπνοια ανάμεσά τους» β. «μίαν ὁδὸν βοηθείας ταῑς καθ ἡμᾱς ἐκκλησίαις, τὴν παρὰ τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων σύμπνοιαν», Βασ.) 2. φρ. «ἐν ἐγαστῇ συμπνοίᾳ» με απόλυτη… …   Dictionary of Greek

  • σύμπνοια — η σύμπτωση γνωμών, ομοφωνία, ομόνοια: Συνεργάζομαι με αγαστή σύμπνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπνοίας — συμπνοίᾱς , σύμπνοια breathing together fem acc pl συμπνοίᾱς , σύμπνοια breathing together fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμπνοια — σύμπνοια , σύμπνοια breathing together fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπνοίαι — συμπνοίᾱͅ , σύμπνοια breathing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπνοίαις — σύμπνοια breathing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοιαι — σύμπνοια breathing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοιαν — σύμπνοια breathing together fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»